- λατραβιάζειν
- λατραβιάζειν· ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῖν, Hsch.; cf. [full] λατράζειν· βαρβαρίζειν, Id. [full] λατραβός,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] … Dictionary of Greek
λατράζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «βαρβαρίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λατραβιάζειν*] … Dictionary of Greek
λατραβίζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐλατράβιζον τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῑν λατραβίζειν ἔλεγον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λατραβιάζειν] … Dictionary of Greek